κατάπηλος

κατάπηλος
κατάπηλος, -ον (Μ)
βυθισμένος ή σκεπασμένος με πηλό, λασπωμένος, βορβορώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -πηλος (< πηλός), πρβλ. έμ-πηλος, υπό-πηλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”